- πολύχρυσα
- πολύχρῡσα , πολύχρυσοςrich in goldneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάτρευμα — λάτρευμα, τὸ (Α) [λατρεύω] 1. στον πληθ. τὰ λατρεύματα α) υπηρεσία που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» επίπονη μισθωτή υπηρεσία, Σοφ.) β) λατρεία που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῑν», Ευρ.) 2. θεράπων, υπηρέτης,… … Dictionary of Greek
πολύχρυσος — η, ο / πολύχρυσος, ον, ΝΑ 1. (για πρόσ. και τόπους, πόλεις, οικήματα) αυτός που έχει πολύ χρυσό, πολύ πλούτο, βαθύπλουτος (α. «παλάτια πολύχρυσα», Ζερβ. β. «Κροῑσος πολυχρυσότατος», Πιττ. γ. «Μυκήνας τὰς πολυχρύσους ὁρᾱν», Σοφ.) 2. (το θηλ. ως… … Dictionary of Greek